- καθιστήριον
- καθ-ιστήριον, τό, der Sitz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθιστήριον — καθιστήριον, τὸ (Α) [καθίζω] 1. (πάπ. και σχόλ.) έδρα, κάθισμα 2. πάπ. το μέρος τού σπιτιού που είναι προορισμένο για υποδοχή ή για κατάλυμα τών ξένων, ξενώνας … Dictionary of Greek
καθιστήριον — seat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιστήρια — καθιστήριον seat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)